- φοβίζω
- ΝΑ [φόβος]προξενώ φόβονεοελλ.1. προξενώ ανησυχία2. απειλώ, φοβερίζω («νομίζεις ότι μέ φοβίζεις ουρλιάζοντας;»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φοβίζω — φοβίζω, φόβισα, φοβισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φοβίζω — φόβισα, φοβισμένος 1. μτβ., προκαλώ φόβο, προξενώ ανησυχία: Τον καπετάνιο δεν τον φοβίζουν οι φουρτούνες. 2. απειλώ, φοβερίζω: Μη φοβίζεις το παιδί με τον μπαμπούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβίσω — φοβίζω terrify aor subj act 1st sg φοβίζω terrify fut ind act 1st sg φοβίζω terrify aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβιζομένοις — φοβίζω terrify pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβίζων — φοβίζω terrify pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφόβισεν — φοβίζω terrify aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπτοώ — (AM καταπτοῶ, έω) προξενώ μεγάλο φόβο σε κάποιον, κατατρομάζω, φοβίζω, κάνω κάποιον να δειλιάσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πτοῶ «φοβίζω, τρομάζω κάποιον»] … Dictionary of Greek
μελιττοπηχώ — μελιττοπηχῶ, έω (Α) φοβίζω τις μέλισσες χτυπώντας μεταλλικούς δίσκους, για να συγκεντρώσω το σμήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. τού μελιττο πτηχῶ (< μέλιττα + πτήσσω «φοβίζω, πτοώ»)] … Dictionary of Greek
συμφοβώ — έω, Α 1. φοβίζω επίσης 2. παθ. συμφοβοῡμαι, έομαι φοβάμαι συγχρόνως («προσπεσόντων αὐτῶν ξυνεφοβήθη καὶ ἡ πρώτη φυλακή», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φοβῶ «φοβίζω»] … Dictionary of Greek
φοβούμαι — φοβοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ, και φοβάμαι Ν και φοβᾱμαι Μ, και τ. ενεργ. φοβῶ, έω, Α 1. διακατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από φόβο, αντιμετωπίζω με φόβο κάποιον ή κάτι (α. «φοβάται τον πατέρα του» β. «φοβάμαι τη μοναξιά» γ. «φοβάμαι να βγω έξω με τέτοια… … Dictionary of Greek